μους

μους
(I)
η
αφρός που χρησιμοποιείται για φορμάρισμα τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse (βλ. λ. μους [ΙΙ]), λ. η οποία χρησιμοποιείται για κάθε αντικείμενο που έχει αφρώδη υφή].
————————
(II)
το
ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο αποτελείται από ένα πολτοποιημένο κύριο συστατικό αναμεμιγμένο με πολύ χτυπημένο ασπράδι αβγών ή με χτυπημένη κρέμα ή και με τα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousse < φραγκικό mossa < υστερολατ. mulsa «υδρόμελι» < λατ. mulsa, θηλ. τού επιθ. mulsus «αναμεμιγμένος με μέλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτίμους — ἀτί̱μους , ἄτιμος unhonoured masc/fem acc pl ἀ̱τί̱μους , ἀτιμόω dishonour imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτί̱μους , ἀτιμόω dishonour imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ἐρήμους — ἐρή̱μους , ἐρῆμος desolate masc acc pl ἐρή̱μους , ἐρῆμος desolate masc/fem acc pl (attic) ἐρημόω strip bare imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοίμους — ἑτοί̱μους , ἑτοῖμος at hand masc acc pl (attic) ἑτοί̱μους , ἑτοῖμος at hand masc/fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμους — ἰφθί̱μους , ἴφθιμος stout masc acc pl ἰφθί̱μους , ἴφθιμος stout masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • βαρυτίμους — βαρυτί̱μους , βαρύτιμος punishing severely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορβοροθύμους — βορβοροθύ̱μους , βορβορόθυμος muddy minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”